DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
portadora adj.
el. φερέσυχνο; φέρουσα συχνότητα; φέρον κύμα; φέρουσα; σήμα φέρουσας
portador adj.
fin. κομιστής
fin., environ. κάτοχος
health. φιλοξενών φορεύς,ξενιστής
med. φορέας; υγιής που μεταδίδει μια κληρονομική κατάσταση; μικροβιοφορέας; άτομο που έχει εκτεθεί στα λοιμώδη νοσήματα
pharma., environ., mater.sc. φορέας/ξενιστής/έκδοχο/μεταφορέας
portadora
: 366 phrases in 25 subjects
Brazil1
Communications73
Earth sciences11
Economy1
Electronics198
Environment2
Finances14
General1
Health care3
Industry1
Information technology24
Insurance3
Labor organization1
Law2
Life sciences2
Marketing6
Medical4
Natural sciences3
Obsolete / dated2
Pharmacy and pharmacology1
Procedural law4
Social science1
Statistics2
Technology1
Transport5