DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
polidor adj.
agric. στιλβωτική μηχανή
commun. λουστραδόρος
industr., construct., met. δίσκος λειάνσεως; λειαντής; στιλβωτής; κετσές
med. στιλβωτήρας
polidores adj.
agric., chem. στιλβωτικά υλικά
polidora adj.
industr., construct. μηχανή στίλβωσης
polidor
: 34 phrases in 8 subjects
Agriculture3
Chemistry3
Economy1
Electronics2
Industry18
Labor law3
Mechanic engineering2
Municipal planning2