DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
v
environ. σκόνη/κονιορτός
industr., construct. σκόνη; δερματόσκονη; επίπαση; επικονίωση
social.sc. άλφα; άσπρη
PI3 v
chem. τριιωδίδιο του φωσφόρου
pia adj.
mun.plan. νεροχύτης; οχετός
transp., nautic. ξύλινο περίβλημα κολόμπας; ξύλινο περίβλημα στήλης ιστών
 Portuguese thesaurus
PI abbr.
abbr. Piauí
PIA abbr.
abbr., fin. população em idade ativa
pia
: 12 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Electronics4
Industry1
Mechanic engineering1
Microsoft2
Municipal planning2
Social science1