DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
perfuração n
gen. σειρά οπών
chem., el. διάτρηση ηλεκτρομόνωσης
coal. όρυξη διατρημάτων
econ. γεώτρηση
el. δημιουργία τόξου διά μέσου του μονωτικού υλικού; διάσπαση του διηλεκτρικού; ηλεκτρική κατάρρευση; διάσπαση; κατάρρευση; αναφύομαι; ξεμυτίζω
environ. διάτρηση; γεώτρηση/διάτρηση
health. πεδίον διατρήσεως
industr. χάραξη
industr., construct. τρύπημα
industr., construct., met. προφύσημα
life.sc., coal. σύνδεση με διάτρηση; μεταλλευτικό ξετρύπημα
mech.eng. πηγάδι ανοιγμένο με ειδικό λειαντικό μηχάνημα
med. διάτρησις
perfuração
: 168 phrases in 25 subjects
Chemistry5
Coal31
Commerce1
Communications6
Construction4
Cultural studies1
Earth sciences3
Economy2
Electronics13
Energy industry1
Environment11
General2
Health care1
Industry17
Information technology13
Life sciences6
Materials science3
Mechanic engineering11
Medical7
Metallurgy14
Mining1
Natural sciences1
Oil / petroleum10
Transport3
Work flow1