| |||
πόδια | |||
άκρος πούς; πους; πόδι; στρεβλός πους | |||
| |||
ραχοκοκκαλιά του σταφυλιού; σκελετός της σταφυλής; βόστρυχος; κεντρικός άξονας; ράχη; ράχις | |||
γύρισμα; μετωπίδα | |||
κάλυκας; βάση | |||
πόδι (μονάδα μέτρησης μήκους) | |||
πόδι | |||
κάτω τμήμα αεροσυμπιεστικής αντλίας | |||
ασωλήνωτο άκρο καλωδίου | |||
| |||
Εποπτεία Ευρωπαϊκής Συμμετοχής | |||
| |||
τριιωδίδιο του φωσφόρου | |||
Portuguese thesaurus | |||
| |||
0,3048 m | |||
| |||
página; palmo; pé; por; próximo | |||
| |||
Padre; praça | |||
| |||
P+ | |||
| |||
Pernambuco | |||
| |||
Piauí |
pés : 562 phrases in 39 subjects |