DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
odómetro n
agric. παρκέτακν.
IT, transp., tech. οδόμετρο; μετρητής χιλιομετρικών αποστάσεων; οδομετρητής
transp. δρομόμετρο
odómetro
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1