DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
misturador adj.
agric. συσκευή ανάμειξης; αναδευτήρας κοπριάς
chem. αναμικτήρας
commun. μίκτης; συχνότητα μείκτη
commun., el. μείκτης
el. κρυπτοφωνική συσκευή; ψευδοτυχαιοποιητής
industr. αναδευτήρας
industr., construct. μελανζέ μηχανή
industr., construct., met. ανακ ομιστήριο
mech.eng. ζυμωτήριο; αναμικτήρας βαρέος τύπου
pharma., chem. αναμείκτης
transp., mech.eng. αναμίκτης πρωτεύουσας και δευτερεύουσας ροής
misturadoras adj.
mun.plan., agric. αναδευτήρας; αναμείκτης
misturadora adj.
mech.eng. αναμεικτήρας
misturador
: 201 phrase in 21 subjects
Agriculture33
Chemistry56
Coal2
Communications5
Construction2
Earth sciences3
Electronics16
Environment1
Forestry2
General3
Industry27
Information technology4
Labor law4
Materials science2
Mechanic engineering17
Metallurgy8
Microsoft1
Municipal planning1
Physical sciences1
Technology3
Transport10