DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
mistura n
gen. αναλογία αέρα προς καύσιμο; αναλογία αέρος / καυσίμων; ποσοστό αέρος / καυσίμων; σχέση αέρος / καυσίμων
chem. μίγμα f; μείγμα f; παρασκεύασμα f
coal., chem. ανάμιξη
coal., met. συλλιπάσματα f; ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων
commun. μίξη ακουστικών σημάτων; μίξη σημάτων βίντεο
el. μίξη
environ. μείξη; ανάμειξη/μείξη; ανάμειξη/μ(είξη)
industr., construct. ανάμιξη βαμβακιού; πρόσμιξη βαμβακιού; παρτίδα f; προετοιμασία f; σύνθεση
mech.eng. προσαρμογή; ρύθμιση εφαρμογής
misturar v
environ. ανάμειξη/μ(είξη); ανάμειξη/μείξη
mech.eng. να αλεσθεί; να κονιοποιηθεί
met. αναμιγνύω
mistura
: 329 phrases in 29 subjects
Agriculture38
Chemistry43
Coal7
Communications3
Construction9
Earth sciences19
Electronics5
Environment29
Food industry10
Forestry1
General17
Health care5
Industry44
Information technology8
Labor law2
Life sciences10
Materials science6
Mathematics3
Mechanic engineering25
Medical11
Metallurgy5
Microsoft2
Municipal planning3
Natural sciences1
Physical sciences3
Statistics8
Technology3
Textile industry1
Transport8