massa | |
el. | εσωτερική μάζα; εσωτερικό |
stat. el. | πλαίσιο |
stat. industr. | μάζα |
transp. avia. | Μάζα; τιμή μάζας |
| |||
εσωτερική μάζα; εσωτερικό | |||
πλαίσιο | |||
μάζα | |||
Μάζα; τιμή μάζας | |||
εκτεθειμένο αγώγιμο μέρος; εκτεθειμένο αγώγιμο τμήμα |
massa do : 40 phrases in 16 subjects |