DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
martelagem n
earth.sc., mech.eng. κτύπημα βαλβίδας
industr., construct., met. μαρτελέ
mech.eng. κραδασμός
met. ενδοτράχυνση με σφυροκόπηση; σφυροκόπηση