DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
lustragem n
industr., construct. στίλβωση
industr., construct., met. γυάλισμα; λουστράρισμα; στίλβωμα; λείανση
tech., industr., construct. στίλβωση χάρτου; γλασάρισμα; σατινάρισμα
textile στίλβωση νήματος
lustragem
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1