DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
longarina n
agric. λώρος
construct. διαμήκες δοκάρι; βοηθητικός στρωτήρας
industr., construct., met. πυρίμαχο διώρυγας; πυρίμαχο λαιμού
transp. κάθετη δοκίδα πλευρικού σκελετού; οριζόντια δοκίδα πλευρικού σκελετού; διαμήκης δοκίδα; μηκίδα βοηθητική
transp., avia. διαμήκης δοκός; επιμήκης δοκός
transp., nautic., fish.farm. βαθμίδα; ενισχυτικό
longarinas n
construct. διαδοκίδες διανομής
longarina
: 46 phrases in 9 subjects
Agriculture7
Construction1
Electronics1
Forestry4
General2
Industry1
Mechanic engineering2
Metallurgy2
Transport26