DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
limador adj.
mech.eng. συνδήκτορας ρινίσματος; ακονιστήςτεχνίτης που ακονίζει
met. μηχανή διαμόρφωσης
limadora adj.
mech.eng. εργαλείο λιμαρίσματος; λίμα
met. συνδήκτορας ρινίσεως
limador
: 7 phrases in 3 subjects
Industry1
Mechanic engineering4
Metallurgy2