DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
lavoura de vai e vem
agric. όργωμα με το οποίο επιτυγχάνεται ισοπέδωση του εδάφους; όργωμα με το οποίο επιτυγχάνεται αναστροφή του εδάφους