DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
irisação v
industr., construct., chem. ιριδισμόςκατά την αποθήκευση; Eπιφανειακή διάβρωση
industr., construct., met. ανταύγεια ιριδισμού
life.sc. ιριδισμός
irisação
: 1 phrase in 1 subject
Immigration and citizenship1