DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
injetor adj.
agric. λιπασματοδιανομέας
industr. ψεκαστήρας
industr., construct., chem. εργοστάσιο με πρέσσες εγχύσεως
mech.eng. ακροφύσιο έγχυσης καυσίμου; ακροφύσιο ψεκασμού; εγχυτήρας; τροφοδότης τύπου Βεντούρι
met., mech.eng. ακροφύσιο
injetor  adj.
med. σύριγγα; ενετήρας
injetor
: 92 phrases in 10 subjects
Agriculture9
Brazil1
Chemistry9
Earth sciences8
Environment1
Industry4
Mechanic engineering49
Medical3
Metallurgy3
Transport5