DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
indutor adj.
earth.sc. μαγνήτης διέγερσης μαγνητικής ροής
earth.sc., mech.eng. προπέλα παρακίνησης
el. στραγγαλιστικό πηνίο; πηνίο; πηνίο αυτεπαγωγής
mech.eng., el. σύστημα διέγερσης
transp. επαγωγέας; πρωτεύων; στάτωρ
indutores pequena escala adj.
environ. επαγωγέας μικρής κλίμακας
indutor
: 45 phrases in 11 subjects
Animal husbandry1
Chemistry1
Economy1
Electronics12
Environment3
Health care1
Materials science2
Mechanic engineering3
Medical15
Natural sciences2
Transport4