DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
impregnação adj.
construct. διείσδυση υγρασίας; ύγρανση
environ. εμβάπτιση; διαβροχή; εμποτισμός; εμποτισμός διαβροχή υλικών; εμβάπτιση/διαβροχή/εμποτισμός
mech.eng. επίχριση
med. γονιμοποίηση; τηλεγονία; διαπότιση; εμπλουτισμός ζωικών ιστών ή κυττάρων με άλατα χρυσού ή αργύρου; διαποτισμός; εμπλουτισμός οδοντίνης ουσίας
met. εμπότιση
impregnaçăo tratamento químico adj.
forestr. εμποτισμός (χημική επεξεργασία)
impregnaçăo
: 55 phrases in 14 subjects
Agriculture2
Chemistry7
Construction1
Earth sciences2
Environment1
Forestry1
General2
Industry11
Materials science2
Medical9
Municipal planning1
Natural sciences1
Technology2
Transport13