DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
hipervolemia n
med. υπέρταση (plethora); αυξημένος όγκος αίματος; υπερογκαιμία; αυξημένη αιμάτωση (plethora)
hipervolemia
: 1 phrase in 1 subject
Medical1