DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
grampo n
agric. σφιγκτήρας συρματοσχοίνων
agric., mech.eng. άγκιστρον
chem. αγκύλη; συρμάτινη διχάλα
chem., el. φορητό τρυπάνι με αναστολέα
fish.farm. μπουλντόγκ
industr., construct. σφιγκτήρας; γάντζος σύνδεσης ταινιών κίνησης; ήλος
industr., construct., chem. ιδιοσυσκευή συσφίξεως και ασφαλίσεως από μετατοπίσεις
industr., construct., mech.eng. ακίδα
life.sc., fish.farm. γράμπος ή σταχτοδέλφινο (Grampus griseus)
mater.sc. αναβολέας
mech.eng. μέσο συσφίγξεως; πέλμα στήριξης; σφιγκτήρας σύσφιξης; συνδετήρας; μεταλλικό κορδόνι
nat.sc., agric. λαβίδα κλίματος
transp. καρφί
transp., tech., law συσκευή συγκράτησης
grampos n
mech.eng. σιαγών
grampar v
agric. κλείνω σφικτά άνοιγμα; κλείνω σφικτά στόμιο
industr., construct., chem. συγκρατώ; σφίγκω
grampo
: 69 phrases in 12 subjects
Agriculture2
Brazil1
Construction3
Earth sciences3
General1
Industry8
Labor law1
Mechanic engineering25
Medical3
Metallurgy10
Natural sciences4
Transport8