DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
fundo de investimentos aberto
invest. αμοιβαίο κεφάλαιο; εταιρία επενδύσεων; κεφάλαιο επενδύσεως; επενδυτικό ταμείο
fundo de investimento aberto
fin. αμοιβαίο κεφάλαιο ανοιχτού τύπου