DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
franquear v
market., commer. παρέχω δικαίωμα συμμετοχής σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise
franqueado adj.
gen. δικαιοδόχος; λήπτης
franqueado
: 26 phrases in 6 subjects
Commerce5
Communications1
Industry2
Information technology3
Law2
Marketing13