DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
forragens n
environ. ζωοτροφή; χορτονομή; ζωοτροφή/χορτονομή
forragem n
gen. κτηνοτροφές
agric. συγκομιζόμενη χονδροειδής ζωοτροφή; χόρτο; νομή
econ. χορτονομή
econ., agric. βοσκή
environ. ζωοτροφή/χορτονομή
forragens legislação n
environ. νόμος νομοθεσία περί ζωοτροφών
forragens
: 204 phrases in 13 subjects
Agriculture165
Communications1
Environment8
General3
Health care1
Industry1
Materials science13
Mechanic engineering3
Natural sciences1
Politics2
Statistics1
Technology1
Transport4