DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
formão n
agric. αναστρεπτήρας
construct. δίχειρος πλάνη; πλάνη κατασκευής κατά μήκος συνδέσεων
industr., construct. νύξη με μαχαίρι; τομή με μαχαίρι
mech.eng. χειροκίνητο εργαλείο σμίλευσης μορφής
formão
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2