DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
fixe adj.
agric. έδρανο; βάθρο; βάση
mech.eng. πόδι-υποδοχέας
transp., nautic., mech.eng. βάση μηχανής; έλασμα βάσης μηχανής
fixe
: 2 phrases in 2 subjects
Coal1
Law1