DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
estrangulamento n
gen. στραγγαλισμός m
commun. συμφόρηση
construct. διάταξις στραγγαλισμού
industr., construct., met. στένεμα γυάλινου σωλήνα κατά το τράβηγμα; στένεμα γυάλινου σωλήνακατά το τράβηγμα
transp., mech.eng. διακοπή λειτουργίας; παύση λειτουργίας κινητήρα οχήματος εν κινήσει; σβήσιμο κινητήρα οχήματος εν κινήσει
estrangulamento
: 29 phrases in 10 subjects
Chemistry1
Earth sciences5
Electronics2
Finances1
Industry2
Law1
Mechanic engineering11
Medical2
Metallurgy2
Technology2