DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
estiragem n
chem. ολκή
industr. διέλκυση
industr., construct. τέντωμα; οπισθέλκουσα δύναμη; νέκινγκ; τράβηγμα; τράβηγμα-τέντωμα συνεχών ινών; προπαρασκευή; τάνυση
estiragem
: 94 phrases in 9 subjects
Chemistry2
Electronics1
General2
Industry51
Mechanic engineering2
Metallurgy5
Technology29
Textile industry1
Transport1