DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
engate n
commun. κατάληψη
hobby, transp. κρίκος m; ωτίο
IT, transp. εμπλοκή; κόλλημα; σύμπλεξη
mech.eng. χιτώνιο συνδέσμου
mech.eng., el. επίτευξη συγχρονισμού
transp. παράλληλη ζεύξη μιας σύγχρονης μηχανής
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. ζεύξις m; σύνδεση
engatar v
transp. συνδέω; ζευγνύω
engate de boca de
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2