DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
energia elétrica
econ. ηλεκτρική ενέργεια
environ. ηλεκτρική ισχύς ενέργεια
phys.sc., el. ηλεκτρικό ρεύμα; ηλεκτρική ισχύς
energia elétrica 
mater.sc., energ.ind., el. ηλεκτρική ενέργεια; ενέργεια
energia elétrica fornecimento
environ. ηλεκτρική τροφοδοσία/παροχή ηλεκτρικής ισχύος
energia elétrica dispositivos de armazenamento
environ. ηλεκτρικός συσσωρευτής
energia elétrica custos de produção
environ. κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού
energia elétrica
: 66 phrases in 10 subjects
Communications1
Electronics18
Energy industry19
Environment8
General5
Life sciences1
Materials science4
Statistics3
Technology4
Transport3