DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
encolhimento n
el. μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
industr., construct. συστολή δέρματος; μπάσιμο; στένεμα; συστολή υφάσματος; συρρίκνωση; συστολή; συρρίκνωση δέρματος
encolhimento
: 24 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Industry19
Technology1
Textile industry3