DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
encapsulamento n
Braz., comp., MS περιτύλιξη
chem. Συσκευασία σε καψούλες
el. συσκευασία
environ. ενθυλάκωση; εγκλεισμός; εγκύστωση; ενθήκευση; καψυλίωση; ενδοεδαφικός εγκιβωτισμός; ενθυλάκωση/ενθήκευση/εγκύστωση/καψυλίωση/εγκλεισμός
encapsulamento
: 2 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Microsoft1