DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
dobra n
chem. ρέλι; ρέλιασμα; φιλετάρισμα
earth.sc., met. δίπλωμα
fin. ντόμπρα
industr., construct. αναδίπλωση βουλκανισμένου ελαστικού; δίπλωμα βουλκανισμένου ελαστικού; λινό ελαστικών αυτοκινήτων; βάττα; συστατικό ύφασμα
industr., construct., met. κάμψη; αναδίπλωση επιφάνειας γυαλιού
transp. πτυχή
dobrar v
commun. πτύσσω
industr., construct. διπλώνω; πακετάρω; τυλίγω
dobra
: 40 phrases in 13 subjects
Brazil1
Chemistry1
Communications3
General1
Hobbies and pastimes1
Industry15
Mechanic engineering4
Medical5
Metallurgy3
Municipal planning1
Technology2
Textile industry1
Transport2