dispositivo de segurança | |
gen. | τεχνικά μέτρα ασφαλείας |
construct. | διάταξη ασφαλείας για πόρτες |
econ. | συστήματα ασφαλείας |
law lab.law. | διάταξη ασφάλειας |
mech.eng. | διάταξη ασφαλείας; συσκευή ασφαλείας; προστατευτική διάταξη |
transp. | χαρακτηριστικά ασφαλείας |
incorporado | |
IT dat.proc. | ενσωματωμένος; προσδιορισμένος εκ των προτέρων |
nó | |
comp., MS | κόμβος |
teiró | |
agric. mech.eng. | ορθοστάτης |
charrua | |
transp. | άροτρο |
dispositivo de segurança incorporado no : 3 phrases in 1 subject |
Labor law | 3 |