DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
dispositivo adj.
gen. διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης
comp., MS συσκευή
earth.sc., mech.eng. διάταξη
environ., el. ηλεκτρονικό στοιχείο; ηλεκτρονικό εξάρτημα
law διατακτικό
polit., law διατακτικό της αποφάσεως
Dispositivos adj.
comp., MS Συσκευές
dispositivo de controlo
: 1 phrase in 1 subject
General1