DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
disponibilidade n
comp., MS διαθεσιμότητα f
el. προσιτότητα f; σε κατάσταση ετοιμότητας
fin. δυνατότητα πρόσβασης
IT Διαθεσιμότητα f
tech., law, el. κατάσταση διαθεσιμότητας
disponibilidades n
fin. χρηματικοί πόροι; μετρητά f; μετρητά σε επιταγές και στο ταμείο; πόροι σε μετρητά; ταμείο m; χρήμα
fin., account. μετρητά και ρευστοποιημένα χρεόγραφα
market. διαθέσιμες πιστώσεις; διαθέσιμο; πιστώσεις; ρευστά διαθέσιμα
disponibilidade
: 94 phrases in 21 subjects
Agriculture1
Banking1
Brazil3
Communications20
Economics8
Electronics7
Energy industry2
Environment2
Finances13
General3
Information technology6
Labor law2
Law4
Marketing3
Materials science1
Medical2
Microsoft6
Municipal planning1
Statistics4
Technology2
Transport3