DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
desenrolador adj.
industr., construct. αποφλοιωτήρας καπλαμά; αποφλοιωτήρας ξυλόφυλλων; αποφλοιωτήρας παραγωγής καπλαμά; αποφλοιωτήρας παραγωγής ξυλόφυλλων; τόρνος
industr., construct., mech.eng. συσκευή εκτυλίξεως
mater.sc. εκτύλιξη
met. μηχανισμός εκτυλίξεως
tech., industr., construct. κουβαρίστρα; μασουρίστρα
desenrolador
: 11 phrases in 5 subjects
Agriculture4
Industry2
Information technology2
Labor law1
Technology2