DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
cupao adj.
fin. στέλεχος τίτλου που παρέχει το δικαίωμα λήψης νέων φύλλων τοκομεριδίων ή μερισματαποδείξεων
cupão adj.
fin. απόκομμα; κουπόνι; παραστατική απόδειξη; μερισματοπόδειξη; μερισματόγραφο; τοκομερίδιο; παραστατική απόδειξη; κουπόνι
cupao
: 45 phrases in 9 subjects
Accounting1
Business1
Communications1
Economics1
Finances32
Information technology1
Insurance3
Marketing4
Transport1