DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
cova adj.
agric. διάταξη κατά τετράγωνα
industr., construct., met. τρύπα από άμμο; τρύπες από άμμο
stat. γούρνα
covo adj.
agric. πανέρι αστακών
fish.farm. κοφινέλο; κιούρτοι βυθού; κοφινέλα βυθού; κιούρτος; κοφινέλο; κιούρτος
covas adj.
industr., construct., met. λακάκια επιφανείας
mater.sc., construct. κοιλότητα
cova
: 16 phrases in 8 subjects
Agriculture8
Environment1
Fish farming pisciculture1
Life sciences1
Mathematics1
Medical1
Natural sciences2
Transport1