DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
corte n
agric. υλοτόμιον
anim.husb., food.ind. τεμάχιο
chem. ταγιάρισμα
chem., met. διατομή επιφάνειας
coal. εγκάρσια τομή; αποκεφαλισμός; ακρωτηριασμός
commun. διαγραφή προγράμματος
commun., el. άνοιγμα; απόζευξη
el. αποσύνδεση τροφοδοσίας; αποσύνδεση; διακοπή λειτουργίας; τρήμα; απόξεση; ψηκτρισμός
environ. χορτοκοπή/θερισμός
food.ind. κοπή; έκθλιψη; θραύση; ανάμιξη
forestr. τομή
forestr., industr., construct. διάτμησις
immigr., tech. αποκοπή με "κοπτικό"
industr. κόψιμο των σελίδων; ξάκρισμα; τεμαχισμός; τόρνευση
industr., construct. σχίσιμο κατά μήκος; εγκάρσια κοπή; κομμάτι; αποκοπή
industr., construct., chem. Σπάσιμο; θρυμμάτισμα γυαλιού σε υαλόθραυσμα
industr., construct., met. κόψιμο με ψαλίδι; κόψιμο
law, social.sc. μείωση
mech.eng. αποσύνδεσις; απόζευξις; διακοπή
med. διατομή (sectio); τομή (sectio)
met. λεία κοπή; διαμελισμός; κοπή χωρίς απόβλητα
stat., scient., el. διακοπή προγράμματος
transp. διακοπή τροφοδοσίας
cortar v
gen. διακοπή παροχής
agric. τεμαχίζω; θρυμματοποίηση
Braz., comp., MS περικοπή
comp., MS αποκοπή; αποκόπτω
industr., construct., met. κερματίζω
met. αφαιρώ διά της κοπής; διαμελίζω; διατέμνω; κόβω χωρίς απόβλητα
social.sc. κόβω
corte
: 1263 phrases in 42 subjects
Agriculture212
Animal husbandry5
Brazil1
Chemistry20
Coal1
Communications23
Construction6
Cultural studies1
Earth sciences31
Economy5
Education2
Electronics115
Energy industry2
Environment4
Finances5
Fish farming pisciculture26
Food industry8
Forestry36
General6
Health care3
Hobbies and pastimes1
Industry234
Information technology13
Labor law5
Law3
Leather4
Life sciences23
Marketing1
Materials science23
Mathematics1
Mechanic engineering71
Medical12
Metallurgy277
Microsoft1
Municipal planning10
Natural sciences15
Scientific1
Social science2
Statistics1
Technology22
Transport29
Wood processing2