Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
corpo
|
primário
primário
Braz. comp., MS
γονικός
chem.
αστάρι προετοιμασίας
chem. met.
χρώμα προπαρασκευής
;
βασική βελατούρα
met.
πρώτη επίστρωση
;
πρώτο χέρι
transp.
στάτωρ
;
αστάρι
;
πρώτη στρώση βαφής
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips