Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
corpo
|
de
dê
earth.sc.
ηλεκτρόδιο σχήματος D
|
retenção
retenção
gen.
κράτηση
commun.
συγκράτηση
empl.
διατήρηση
fin.
παρακράτηση
int. law. transp. nautic.
κράτηση πλοίου
life.sc.
συγκράτησις
med.
επίσχεση
med. pharma. nucl.phys.
κατακράτηση
;
πρόσληψη
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips