DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
contusão n
gen. Θλάση,μώλωπας; εγκεφαλική θλάση
industr., construct., met. κτυπημένη επιφάνεια
law, insur. μώλωπας
med. θλάση (contusio); σύνθλιψη (contusio)
contusão
: 4 phrases in 1 subject
Medical4