Portuguese |
Spanish |
contrato | |
gen. | συμβόλαιο |
econ. | σύμβαση |
law | διμερής δικαιοπραξία; αμφοτεροβαρής δικαιοπραξία |
law construct. | σύμβασις |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
distribuidor autorizado | |
comp., MS | εξουσιοδοτημένος διανομέας |
| |||
συμβόλαιο | |||
σύμβαση | |||
διμερής δικαιοπραξία; αμφοτεροβαρής δικαιοπραξία | |||
σύμβασις | |||
| |||
σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό |
contrato : 798 phrases in 40 subjects |