DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
contração n
gen. ανάληψη της διαστολής ή συστολής του ύδατος
econ. περίοδος κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας
industr., construct. συρρίκνωση δέρματος; συστολή δέρματος; συρρίκνωση
med. σύσπασις
met. κοιλότητα λόγω συστολής
transp. συστολή
contração  n
gen. συρρίκνωσις ξύλου
contração
: 119 phrases in 19 subjects
Agriculture2
Brazil1
Chemistry2
Coal2
Earth sciences8
Electronics2
Finances13
General2
Health care2
Industry29
Life sciences3
Materials science2
Mechanic engineering8
Medical20
Metallurgy12
Natural sciences2
Statistics1
Technology6
Transport2