DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
consola n
commun., IT αναλόγιο; μεταλλακτική θέση; πρότυπο τερματικό
comp., MS κονσόλα
construct. πρόβολος; φουρούσι; εν προβόλω; μονόπακτη δοκός
cultur. κονσόλα εκκλησιαστικού οργάνου
IT, el. μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή; χειριστήριο; τερματικός σταθμός
mech.eng. τράπεζα προβόλου
transp. αντέρεισμα; στήριγμα; υποστήριγμα; βάθρο ελέγχου
transp., mech.eng. επίπεδη προεξοχή; τράπεζα εργασίας
console v
Braz., comp., MS κονσόλα
consola
: 123 phrases in 15 subjects
Astronautics1
Brazil17
Communications15
Construction8
Earth sciences2
Electronics1
Hobbies and pastimes1
Industry5
Information technology30
Labor law1
Materials science4
Mechanic engineering9
Metallurgy1
Microsoft12
Transport16