DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
compactador adj.
construct. συμπιεσταί
industr. συμπιεστήρας; συμπιεστής; μηχάνημα συμπύκνωσης
nat.sc., agric. σφύρα με πεπιεσμένο αέρα; κριός με πεπιεσμένο αέρα
compactadores adj.
forestr. συμπιεστές; οδοστρωτήρες
compactador
: 8 phrases in 5 subjects
Agriculture3
Construction2
Industry1
Mechanic engineering1
Transport1