DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
comburente. adj.
chem. Μπορεί να προκαλέσει ή να αναζωπυρώσει πυρκαγιά· οξειδωτικό.; Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά· οξειδωτικό.
comburente adj.
gen. οξειδωτικό
chem. βοηθητικός παράγων καύσεως
comburente
: 18 phrases in 6 subjects
Chemistry7
Economy1
Finances4
General3
Insurance1
Natural sciences2