| |||
Μπορεί να προκαλέσει ή να αναζωπυρώσει πυρκαγιά· οξειδωτικό.; Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά· οξειδωτικό. | |||
| |||
οξειδωτικό | |||
βοηθητικός παράγων καύσεως |
comburente : 18 phrases in 6 subjects |
Chemistry | 7 |
Economy | 1 |
Finances | 4 |
General | 3 |
Insurance | 1 |
Natural sciences | 2 |