DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
comboio n
environ. αμαξοστοιχία/συρμός f
transp. κολώνα οχημάτων; αμαξοστοιχία f; συρμός m; συρμός οχημάτων
combóios n
environ. αμαξοστοιχία f; συρμός m
comboios n
environ. αμαξοστοιχία/συρμός f
comboio
: 159 phrases in 9 subjects
Communications23
Electronics1
Environment5
General2
Hobbies and pastimes1
Industry1
Information technology17
Municipal planning1
Transport108