DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
colmatagem v
gen. έμφραξη; πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες; φράξιμο; στόμωση
agric. πιάσιμο; ρούπωμα
agric., construct. επιπλήρωση
coal., el. έμφραξη πóρων
colmatagem
: 4 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Earth sciences1
Environment1
General1