DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
colheres n
agric. κουτάλες; τροφοδοτικές κουτάλες
colher n
gen. κουτάλι (cochlearium); κοχλιάριον καθαρισμού; σουπάπα γεωτρυπάνου
chem., el. κουτάλα φόρτωσης
construct. συρόμενος κάδος
fish.farm. κουταλάκι
industr., construct., met. πιάνω γυαλί
colheres
: 40 phrases in 10 subjects
Agriculture3
Chemistry2
Commerce1
Construction7
Economy1
Medical8
Metallurgy11
Municipal planning4
Natural sciences1
Transport2